καραμπινιέρος

καραμπινιέρος
ο
1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα
2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος
3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας
4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carabiniero].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα: Εκτός από ένα κανόνι που είχαμε, όλοι οι άλλοι ήμασταν καραμπινιέροι. 2. αυτός που ανήκει στο σώμα της ιταλικής αστυνομίας: Τον συνέλαβαν στην Πίζα οι καραμπινιέροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραβινιέρος — ο ο καραμπινιέρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπινιέρος βλ. καραβίνα] …   Dictionary of Greek

  • καραμπινοφόρος — ο ο καραμπινιέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”